Tου Παντελη Μπουκαλα
Το 1989, στον δίσκο του «Το κούρεμα», ο Διονύσης Σαββόπουλος, που ίσως ένιωθε ότι στενεύεται μέσα στα «ξυπόλυτα τάγματα των μειοψηφιών» και επιθυμούσε να υπάρξει ως «εθνικός» πια, τραγουδάει τα εξής (αν και στον δίσκο εκείνο η μουσική έμοιαζε απλός υπηρέτης των διακηρυκτικών στίχων):
«Ο γιος μου πάει στον στρατό ενώ εγώ δεν πήγα /
μόν’ πήγα κι απαλλάχτηκα κι εν τέλει μετανιώνω/
καλύτερα στο στράτευμα παρά στους λουφαδόρους /
νισάφι και η τρέλα τους και τα τρελόχαρτά τους. //
Σαν έργο τρόμου είδαν την στρατώνα /
οι κλάσεις του ’48 κι εδώ /
κινδύνευες ν’ αποκηρύξεις εκεί μέσα τον ίδιο σου τον εαυτό /
και σ’ όλη τη ζωή σου ντρεπόσουνα γι’ αυτό /
και τότε είπα ο έξυπνος γιατί να το ρισκάρω /
σαφώς τους εξαπάτησα /
δεν υπηρέτησα εγώ επί δικτατορίας /
παλιά μου τέχνη στρουθοκαμηλίας /
είναι στιγμές που αμφισβητώ τον ίδιο μου τον ανδρισμό».
«Ο γιος μου πάει στον στρατό» ήταν ο τίτλος του τραγουδιού και το ρεφραίν του το ακόλουθο:
«Καλός πολίτης γιε μου, καλό σου στόλισμα / να σβήσει απ’ τ’ όνομά μας εκείνο το διαόλισμα».
Στη συγκεκριμένη εποχή του βίου του, των αισθημάτων και των ιδεών του δηλαδή, ο Σαββόπουλος αφενός μετανιώνει για μια παλαιότερη στάση του, αφετέρου ανακοινώνει δημοσίως τη μετάνοιά του. Δεν είναι εδώ ο χώρος για να κριθεί η διαδρομή ενός ποιητή-μουσικού που τον αγαπάμε κι όταν μας φέρνει σε αμηχανία ή και μας θυμώνει, το βάρος πάντως της ευθείας δήλωσής του («σαφώς τους εξαπάτησα») αποδεικνύεται ακόμα μεγαλύτερο αν συσχετιστεί με την ελαφρότητα που επιδεικνύουν εσχάτως όσοι σκαρφίζονται αναδρομικώς διάφορες «αντιστασιακές» και «αντιεξουσιαστικές» δικαιολογίες για να αποφύγουν να πούνε το απλό: σε καιρούς που ήταν κάπως της μόδας το «τρελόχαρτο» ή όποιο άλλο απαλλακτικό εφεύρημα (ιδίως στους κύκλους όσων υπέθεταν ότι κάτι τέτοιο δεν θα εμπόδιζε την καριέρα τους), προτίμησαν το στρίβειν διά του παριστάνειν. Μια τέτοια επιλογή, που θεμελιωνόταν συνήθως στο ναρκισσιστικό δόγμα «σιγά μην πάω, κορόιδο είμαι;» και όχι σε τίποτε βαριές αντιμιλιταριστικές φιλοσοφίες, είναι αδιανόητο και ανήθικο να παρουσιάζεται τώρα υποκριτικά σαν «άρνηση συνειδήσεως». «Αρνητές συνειδήσεως» υπήρξαν όσοι αποδέχτηκαν και πλήρωσαν το κόστος της επιλογής τους, όσοι σύρθηκαν στα δικαστήρια σαν «εθνοπροδότες» ή, από κάποια στιγμή κι έπειτα, υπηρέτησαν διπλάσιο χρόνο. Οι υπόλοιποι, που ήταν σκέτοι λουφαδόροι, πώς αντέχουν και, εις διπλούν υποκριτές, δίνουν τώρα και μαθήματα πατριωτισμού;
«Πολλά ήταν τα ψέματα που είπαν ώς εδώ, ας πούνε και μια αλήθεια κι ας πέσει στο γιαλό», για να ξαναθυμηθούμε τον Σαββόπουλο.
Οι επισημάνσεις δικές μου.
3 σχόλια:
Tι καλή ιδέα!
Να υποθέσω μιλάς για τις επισημάνσεις στο κείμενο?
Φυσικά!
Δημοσίευση σχολίου