Έχω ακολουθήσει το ρεύμα του κόσμου, ετσι όπως αυτό βιαστικό κατηφορίζει την Κυδαθηναίων Γονείς με παιδιά, ζευγάρια νέα, ζευγάρια κάθε ηλικίας, ηλικιωμένες κυρίες με με καρφίτσες στο πέτο, δύο κοπέλες με κόκκινο και πορτοκαλί μαλλί κρατώντας τις λαμπάδες τους και πιασμένες χέρι χέρι. Στρίβουν αριστερά στην Χιλλ. Και εγώ μαζί τους. Δεν θυμάμαι που βγάζει απο εκεί ο δρόμος. Ψάχνω να βρω την οικογένεια μου που τους άφησα να προχωρήσουν και να προλάβουν τον επιτάφιο, όσο εγώ έχω εισβάλει στην Πλακα, μαζί με άλλα αυτοκίνητα ψάχνοντας για πάρκιγκ.
Απαράδεκτος αλλά τώρα πιά είμαι πεζός κι εγώ και μπορώ να κοιτάζω με αντίστοιχα υποτιμητικά και άκρως κατακριτέα βλέμματα όσους οδηγούς διαταράσσουν την κυκλοφορία των πεζών.
Φτάνω κάτω από τα σκαλοπάτια του Άγιου Νικόλα. Μόλις έφυγε ο επιτάφιος. Αναθεματίζω την τύχη μου, την αργοπορία μου αλλά και το αυτοκίνητο που πάρκαρε μπροστά στις σκάλες εμποδίζοντας τις εκατοντάδες κόσμου που προσπαθούν να κινηθούν.
"Που είστε;" "Δίπλα στα φαναράκια." "Κι εγώ εκεί είμαι." "Όπως κοιτάς την εκκλησία από που;" "Από αριστερά." "Από αριστερά δεν έχει τίποτα." "Μάλλον σε άλλη εκκλησία είστε. Θα έρθετε εδώ;" "Ναι που είσαι;"
Ο επιτάφιος απομακρύνεται και εγώ πλέον περιμένω την οικογένεια να έρθει απέναντι από το Σχολαρχείο. Συνεχίζω να παρατηρώ τον κόσμο. Και με το δάκτυλο μου έχω αρχίσει ήδη να χαιδεύω το κλείστρο της μηχανής μου.
Για δεύτερα κρατάει αυτό. Ήδη το βλέμμα μου το μονοπωλούν δύο πανέμορφα, τεράστια μάτια που κοιτάνε όλο ζωντάνια κι ενθουσιασμό το πλήθος που περνάει από μπροστά τους.
"Πόσο χρονών είσαι γιαγιά; Πόσα χρόνια μένεις στο σπίτι αυτό; Υγεία να έχουμε πάνω από όλα. Να σαι καλά γιαγιά... κι εσύ να τα χιλιάσεις!"
Οι περισσότεροι περαστικοί την προσέχουν. Κοντοστέκονται για λίγο να ακούσουν. Η φωνή της δεν βγαίνει. Διαβάζω τα χείλη της. Επέλεξα να πάω από τα αριστερά της. Ίσως από αυτή την γωνία βγει καλύτερα. Μήπως να βγαλω μόνο τα χέρια της; Αλλά αυτό το βλέμμα και το χαμόγελο πως να μην θες να το βγάλεις. Ντρέπομαι. Θα με δει.
Σηκώνω βιαστικά την μηχανή. Κλικ... Κλικ...Ξανακατεβάζω. Δεν κοιτάζω καν να δω πως βγήκε.
Περιμένω σαν αρπακτικό να μου δώσει εκείνη την ξεχωριστή στιγμή της. Τώρα μιλάει σε ένα νεαρό ρομά, που προσπαθεί, της χαμογελά, της εύχεται, όμως δεν καταλαβαίνει τι λέει όσο εκείνη επιμένει. Απομακρύνεται και αυτός με την παρέα του.
Μόνη πάλι κοιτάζει αδιευκρίνιστα στο πλήθος. Κλικ. Κλικ. Ξεθάρρεψα. Με βλέπει που την βγάζω φωτογραφία αλλά ούτε δείχνει να χαιρεται ούτε και να δυσαρεστείται.
Θέλει να μιλήσει. Θέλει να της μιλήσουν. 'Ενα ζευγάρι στα 45 πλησιάζει τώρα. Με τσιγάρα και οι δυο στα χέρια και από ένα τριαντάφυλλο.
"Πόσο καιρό μένεις εδώ γιαγιά;" Πόσες φορές η ίδια ερώτηση. Αλλά η γιαγιά δείχνει και πάλι να ξαναζωντανεύει. "100 χρονών είμαι. Από το 1928 μένω εδώ." Δεν την ακούνε ούτε αυτοί. Εγώ διαβασα τα χείλη της.
"Πάρε αυτό το τριαντάφυλλο! Στο κάνω δώρο."
Κλικ. Κλικ.
Νομίζω ότι όλοι όσοι περνούσαν τριγύρω σταθήκανε και κοιτάζανε. Ηθελα να βγάλω αυτους φωτογραφία τώρα. Τα χαμόγελά τους, την έκπληξη τους. Να ακούσω την δική τους εξιστόρηση όταν θα συναντούσαν τους φίλους τους λίγο αργότερα.
Εκείνη την στιγμή πέρασαν οι μικροί με την μαμά τους κι έτρεξα να μην τους χάσω.
Βρήκαμε τελικά τον επιτάφιο στην επόμενη εκκλησία. Τον είδαμε μέσα από τις καμερες και τα κινητά των πιο ψηλών, που μας κρύβανε την θέα. Ακολουθήσαμε από πίσω.
100 + ετών. Τι ιστορίες θα έχει να διηγηθεί. Πόσο ίσως να θέλει να μιλήσει κάπου. Να πει αυτά που χρόνια ίσως έχει αποφασίσει να πει. Να νιώσει ότι θέλουν να την ακούσουν. Σίγουρα θα έχει μυστικά ή ιστορίες που θα έχει πια θάψει καλά μέσα της. Πόσο καιρό μπορεί να περίμενε έτσι να δει την Αθήνα γεμάτη κόσμο. Την γειτονιά και τον δρόμο της. Άραγε αυτή η επαφή την γεμίζει ζωή;
Ξαναπεράσαμε μπροστά της. Τώρα την έδειξα και στα παιδιά. "Αυτή η γιαγιά είναι 100 ετών παιδιά."
Δεν εντυπωσιάστηκαν. Είναι μια γιαγιά. Με άσχημο δέρμα. Με περίεργες αρθρώσεις. Είναι στο τέλος. Είναι στην αρχή. Δεν μπορούν να καταλάβουν. Ίσως δεν πρέπει κιόλας.
Στον δρόμο κυνηγιούνται, πειράζονται, αλλά πάντα στο τέλος θέλουν και οι δυο να κερδίσουν την προσοχή μας. Να μας μιλήσουν για ότι σοβαρό ή περίεργο έχουν σκεφτεί ή τους απασχολεί. Στην μαμά και στον μπαμπά τους.
Κι εγώ τώρα "μιλάω" απο εδώ. Αφού έχω μιλήσει στα παιδιά μου, μιλάω και σε ανθρώπους που πολλούς δεν ξέρω και πιθανότατα και δεν θα τους γνωρίσω ποτέ από κοντά στην ζωή μου. Και ίσως κάπου μέσα μου πλέον θα ξέρω ότι η ζωή μου έχει φερθεί ωραία αν νιώσω κι εγώ να μου προσφέρει κάποιος άγνωστος ένα αντίστοιχο "τριαντάφυλλο".
Ακόμη πιο ωραία αν ένας φωτογράφος αποθανατίσει αυτή την μοναδική στιγμή.
To κείμενο αυτό το αφιερώνω στον Βαγγέλη Προβιά, και ας μου βγήκε παραπάνω από 200 λέξεις που μας είχε συμβουλέψει στο εργαστήρι του και ας με συμβούλεψε στο fb να μην προσθέσω λέξη στην κεντρική φωτογραφία.
Απαράδεκτος αλλά τώρα πιά είμαι πεζός κι εγώ και μπορώ να κοιτάζω με αντίστοιχα υποτιμητικά και άκρως κατακριτέα βλέμματα όσους οδηγούς διαταράσσουν την κυκλοφορία των πεζών.
Φτάνω κάτω από τα σκαλοπάτια του Άγιου Νικόλα. Μόλις έφυγε ο επιτάφιος. Αναθεματίζω την τύχη μου, την αργοπορία μου αλλά και το αυτοκίνητο που πάρκαρε μπροστά στις σκάλες εμποδίζοντας τις εκατοντάδες κόσμου που προσπαθούν να κινηθούν.
"Που είστε;" "Δίπλα στα φαναράκια." "Κι εγώ εκεί είμαι." "Όπως κοιτάς την εκκλησία από που;" "Από αριστερά." "Από αριστερά δεν έχει τίποτα." "Μάλλον σε άλλη εκκλησία είστε. Θα έρθετε εδώ;" "Ναι που είσαι;"
Ο επιτάφιος απομακρύνεται και εγώ πλέον περιμένω την οικογένεια να έρθει απέναντι από το Σχολαρχείο. Συνεχίζω να παρατηρώ τον κόσμο. Και με το δάκτυλο μου έχω αρχίσει ήδη να χαιδεύω το κλείστρο της μηχανής μου.
Για δεύτερα κρατάει αυτό. Ήδη το βλέμμα μου το μονοπωλούν δύο πανέμορφα, τεράστια μάτια που κοιτάνε όλο ζωντάνια κι ενθουσιασμό το πλήθος που περνάει από μπροστά τους.
"Πόσο χρονών είσαι γιαγιά; Πόσα χρόνια μένεις στο σπίτι αυτό; Υγεία να έχουμε πάνω από όλα. Να σαι καλά γιαγιά... κι εσύ να τα χιλιάσεις!"
Οι περισσότεροι περαστικοί την προσέχουν. Κοντοστέκονται για λίγο να ακούσουν. Η φωνή της δεν βγαίνει. Διαβάζω τα χείλη της. Επέλεξα να πάω από τα αριστερά της. Ίσως από αυτή την γωνία βγει καλύτερα. Μήπως να βγαλω μόνο τα χέρια της; Αλλά αυτό το βλέμμα και το χαμόγελο πως να μην θες να το βγάλεις. Ντρέπομαι. Θα με δει.
Σηκώνω βιαστικά την μηχανή. Κλικ... Κλικ...Ξανακατεβάζω. Δεν κοιτάζω καν να δω πως βγήκε.
Περιμένω σαν αρπακτικό να μου δώσει εκείνη την ξεχωριστή στιγμή της. Τώρα μιλάει σε ένα νεαρό ρομά, που προσπαθεί, της χαμογελά, της εύχεται, όμως δεν καταλαβαίνει τι λέει όσο εκείνη επιμένει. Απομακρύνεται και αυτός με την παρέα του.
Μόνη πάλι κοιτάζει αδιευκρίνιστα στο πλήθος. Κλικ. Κλικ. Ξεθάρρεψα. Με βλέπει που την βγάζω φωτογραφία αλλά ούτε δείχνει να χαιρεται ούτε και να δυσαρεστείται.
Θέλει να μιλήσει. Θέλει να της μιλήσουν. 'Ενα ζευγάρι στα 45 πλησιάζει τώρα. Με τσιγάρα και οι δυο στα χέρια και από ένα τριαντάφυλλο.
"Πόσο καιρό μένεις εδώ γιαγιά;" Πόσες φορές η ίδια ερώτηση. Αλλά η γιαγιά δείχνει και πάλι να ξαναζωντανεύει. "100 χρονών είμαι. Από το 1928 μένω εδώ." Δεν την ακούνε ούτε αυτοί. Εγώ διαβασα τα χείλη της.
"Πάρε αυτό το τριαντάφυλλο! Στο κάνω δώρο."
Κλικ. Κλικ.
Νομίζω ότι όλοι όσοι περνούσαν τριγύρω σταθήκανε και κοιτάζανε. Ηθελα να βγάλω αυτους φωτογραφία τώρα. Τα χαμόγελά τους, την έκπληξη τους. Να ακούσω την δική τους εξιστόρηση όταν θα συναντούσαν τους φίλους τους λίγο αργότερα.
Εκείνη την στιγμή πέρασαν οι μικροί με την μαμά τους κι έτρεξα να μην τους χάσω.
Βρήκαμε τελικά τον επιτάφιο στην επόμενη εκκλησία. Τον είδαμε μέσα από τις καμερες και τα κινητά των πιο ψηλών, που μας κρύβανε την θέα. Ακολουθήσαμε από πίσω.
100 + ετών. Τι ιστορίες θα έχει να διηγηθεί. Πόσο ίσως να θέλει να μιλήσει κάπου. Να πει αυτά που χρόνια ίσως έχει αποφασίσει να πει. Να νιώσει ότι θέλουν να την ακούσουν. Σίγουρα θα έχει μυστικά ή ιστορίες που θα έχει πια θάψει καλά μέσα της. Πόσο καιρό μπορεί να περίμενε έτσι να δει την Αθήνα γεμάτη κόσμο. Την γειτονιά και τον δρόμο της. Άραγε αυτή η επαφή την γεμίζει ζωή;
Ξαναπεράσαμε μπροστά της. Τώρα την έδειξα και στα παιδιά. "Αυτή η γιαγιά είναι 100 ετών παιδιά."
Δεν εντυπωσιάστηκαν. Είναι μια γιαγιά. Με άσχημο δέρμα. Με περίεργες αρθρώσεις. Είναι στο τέλος. Είναι στην αρχή. Δεν μπορούν να καταλάβουν. Ίσως δεν πρέπει κιόλας.
Στον δρόμο κυνηγιούνται, πειράζονται, αλλά πάντα στο τέλος θέλουν και οι δυο να κερδίσουν την προσοχή μας. Να μας μιλήσουν για ότι σοβαρό ή περίεργο έχουν σκεφτεί ή τους απασχολεί. Στην μαμά και στον μπαμπά τους.
Κι εγώ τώρα "μιλάω" απο εδώ. Αφού έχω μιλήσει στα παιδιά μου, μιλάω και σε ανθρώπους που πολλούς δεν ξέρω και πιθανότατα και δεν θα τους γνωρίσω ποτέ από κοντά στην ζωή μου. Και ίσως κάπου μέσα μου πλέον θα ξέρω ότι η ζωή μου έχει φερθεί ωραία αν νιώσω κι εγώ να μου προσφέρει κάποιος άγνωστος ένα αντίστοιχο "τριαντάφυλλο".
Ακόμη πιο ωραία αν ένας φωτογράφος αποθανατίσει αυτή την μοναδική στιγμή.
To κείμενο αυτό το αφιερώνω στον Βαγγέλη Προβιά, και ας μου βγήκε παραπάνω από 200 λέξεις που μας είχε συμβουλέψει στο εργαστήρι του και ας με συμβούλεψε στο fb να μην προσθέσω λέξη στην κεντρική φωτογραφία.
13 σχόλια:
Υπέροχη ιστορία..
Τυχερός που την ανακάλυψες και την απαθανάτισες.
Η σκέψη που κυριάρχησε σε μένα είναι πόσο πολύ ανάγκη έχουν να μιλήσουν, να μοιραστούν εμπειρίες και εικόνες μιας άλλης εποχής οι ηλικιωμένοι κι εμείς βαριόμαστε, βιαζόμαστε, περιφρονούμε τις αναμνήσεις τους κι ίσως ίσως τις κοροϊδεύουμε κιόλας.
Καλή Ανάσταση!
Το πήρες το δωράκι σου για φέτος το Πάσχα Χρήστο. Να έχεiς καλή Ανάσταση και πολλές τέτοιες ιστορίες να διηγηθείς στο μέλλον!
Χρήστο μου μια συγκίνηση στην καρδιά και ένα χαμόγελο στα χείλη μου έφερε η ανάρτησή σου! Καλή Ανάσταση και Καλό Πάσχα με αγάπη στην καρδιά! Κάλη
Πραγματικά, πόσα πράγματα θα είχε να πει; Η φωτογραφία των χεριών της μοναδική... Πολύ καλά έκανες που δεν ντράπηκες και την φωτογράφισες...
Χριστός ανέστη Χρήστο!
Χριστός Ανέστη!
Υπέροχη η ιστορία σου! Αν ήμουν στη θέση σου θα της μιλούσα, θα ζητούσα να μου πεί μια αγαπημένη της ιστορία, θα της έδινα ξανά ζωή για λίγα λεπτά ακόμα!
Οι φωτογραφίες υπέροχες!
Καλό βράδυ!
Πριν καν φτάσω στην ανάγνωση του κειμένου, είδα τις φωτογραφίες που με τραβούσαν σαν μαγνήτης και συγκινήθηκα τόσο μα τόσο... Ειδικά εκείνη που με τόση χαρά δέχεται το κατακόκκινο δώρο, αλλά και τα χέρια της! Αχ βρε Χρήστο... Χρόνια σου Πολλά!
Τι να σου ευχηθώ; Τι να ευχηθώ σε εκείνον τον άνθρωπο των 100 χρόνων που έγινε έμπνευση; Τι να πω για το φρέσκο κόκκινο τριαντάφυλλο και για όσους σταμάτησαν να μιλήσουν σε μια γιαγιά σε ένα παράθυρο; και τι να πως για εσένα που κρυμμένος στις σκιές κάνεις τις στιγμές αιώνιες; Χρόνια Πολλά φίλε...τι κρίμα να μένουμε τόσο μακριά!!! Η τελευταία φωτο απλά συγκλονιστική..."τα χέρια"
Αυτή η γιαγιά γεννήθηκε στον 1ο Παγκόσμιο, έζησε τα νιάτα της στον 2ο Παγκόσμιο, έζησε εμφύλιο, χούντα, μεταπολίτευση...με λίγα λόγια έχει ζήσει όλη την ιστορία της νεότερης Ελλάδας και μάλιστα μέσα από την καρδιά της Αθήνας. Αυτά τα χέρια που απαθανάτισες στον φακό σου, έχουν ζήσει πολλά και ανήκουν σε έναν άνθρωπο που έχει να πει σίγουρα πολλά. Ποιος ξέρει τι προσωπική ιστορία κουβαλάει στην πλάτη της...
Την επόμενη φορά που δε θα κυνηγάς επιτάφιο, μήπως να πας να της πάρεις συνέντευξη; (δεν κάνω πλάκα)
Χρόνια πολλά εύχομαι!!!
Σας ευχαριστώ όλους για τα σχόλια.
Είναι πάντα όμορφο να ξέρεις ότι μια σου στιγμιαία παρόρμηση και 10 απλές σκέψεις που βρήκες το κουράγιο να καταγράψεις μετά από μια κουραστική ημέρα θα είχανε τόσο αντίκτυπο σε ανθρώπους που εκτιμάς!
Μακάρι Δέσποινα να έβρισκα τον χρόνο και το θάρρος εκείνη την στιγμή να της έπιανα την κουβέντα. Βέβαια θα με κυνηγουσε η οικογένειά μου γιατί χαλαρά θα καθόμουν μια δυο ώρες.
Βέβαια η ιδέα της Ασπασίας ακουγεται δελεαστική. Αν ξαναπεράσω απο εκεί, θα είμαι προετοιμασμένος! ;)
Και στην αρχή τα χέρια ήταν η φωτογραφία που ετοιμαζόμουν να ανεβάσω.
Μέχρι που είδα την απροσδόκητη εκείνη κίνηση άνδρα.
Την δε επόμενη ημέρα ο μικρός μου γιος που εκείνη την στιγμή έδειχνε να αδιαφορεί πλήρως, με ρώτησε στο άσχετο αν εκείνη η γιαγιά με το μαύρο σημάδι στο μάγουλο (που υπήρχε όντως από την άλλη της πλευρά) αν ήταν όντως 100 χρονών! Και μετά το έλεγαν σε όσους έβλεπαν ως κάτι πολύ σπουδαίο και σημαντικό.
Με τα "ακροδάχτυλα της μνήμης" της δώσε της την ευκαιρία να "ψαχουλέψει" το παρελθόν της.Πάρε και τα παιδιά σου για να τ'ανακαλύψετε όλοι μαζί.
Σαν να ήμουν εκεί από μια γωνίτσα και να παρακολουθώ εσένα να αποθανατίζεις "τη στιγμή"...Μια στιγμή που λέει μια ολόκληρη ιστορία ενός ανθρώπου, μιας εποχής!! Χάρηκα που σε βρήκα!!
Δημοσίευση σχολίου