Μέρες σαν κι αυτή τα μικρά παιδιά θέλουν να μάθουν τα πάντα για τη ζωή και τον θάνατο και γιατί οι άνθρωποι δεν ανασταίνονται, σαν τον Χριστό. Οι ερωτήσεις τους είναι αυθόρμητες και αυτονόητες – εντάσσονται στις γιορτές τόσο φυσικά όσο το αρνί και τα κόκκινα αυγά. Αυτό δεν είναι το νόημα των ημερών; Περισυλλογή γύρω από την ανθρώπινη κατάσταση, γιορτή της αναπάντητης μεταφυσικής απορίας.
Τι απαντάς σε ένα τρίχρονο ή τετράχρονο παιδί που ρωτάει αν μαζί με τον Χριστό θα αναστηθεί κι ο πεθαμένος συγγενής του; Τα ειδικά εγχειρίδια γράφουν ότι μιλάμε στο παιδί για τον θάνατο χρησιμοποιώντας ρεαλιστικό λεξιλόγιο. Θάνατος, σημαίνει ότι παύει να χτυπά η καρδιά και το σώμα δεν λειτουργεί πια. Ταφή σημαίνει ότι το σώμα μπαίνει στο φέρετρο – «όπως της Χιονάτης» συμπληρώνει η κόρη μας. Ωστόσο, η Χιονάτη στα παραμύθια, ο Χριστός στις θρησκευτικές αλληγορίες, ξύπνησαν. Η αλήθεια και η ανάγκη παρηγοριάς κονταροχτυπιούνται.
Αναζητήσαμε λύσεις στα παραμύθια των αδερφών Γκριμ. Εκεί οι ήρωες «αν δεν έχουν πεθάνει ζουν ακόμη», πράγμα που σημαίνει, εκ του αντιθέτου, ότι όσοι πέθαναν δεν ζουν πια. Στραφήκαμε επίσης στα σύγχρονα παραμύθια· γράφτηκαν με την επίγνωση της ανάγκης για παρηγοριά, που ωστόσο δεν αποκρύπτει την πραγματικότητα. Στο εικονογραφημένο παραμύθι «Για πάντα μαζί» ο αλεπουδίνος πεθαίνει και οι τρεις φίλοι του τον θάβουν κάτω από την κλαίουσα ιτιά. Θρηνούν για καιρό, ωσότου ένα ζώο του δάσους τούς επισκέπτεται και τους θυμίζει ότι ο πόνος του θανάτου ξεπερνιέται με τις αναμνήσεις και την τελετουργία. Τα ζώα, από κοινού, θυμούνται τις γκάφες του αλεπουδίνου (δηλαδή δεν ιεροποιούν τον νεκρό) και αποφασίζουν να μαγειρεύουν το αγαπημένο φαγητό του μία φορά την εβδομάδα. Στην τελευταία εικόνα πίνουν, αν θυμάμαι καλά, το τσάι τους πλάι στη φουντωμένη κλαίουσα ιτιά. Το καπέλο του αλεπουδίνου, στα ψηλά κλαδιά, χρησιμεύει ως φωλιά πουλιών. Ακόμη και το μπαστούνι του νεκρού, από ξύλο αγριοτριανταφυλλιάς, έχει ανθίσει.
Τα παιδιά πιστεύουν στις ιστορίες που τους λες, στις εκδοχές ιστοριών που πρωτακούνε. Η σχετικότητα δεν τους ταιριάζει. Φέτος που γιορτάσαμε το Πάσχα δύο φορές (την περασμένη εβδομάδα καθολικό Πάσχα στη Βόρεια Ευρώπη κι ετούτη εδώ, ορθόδοξο) η εύλογη ερώτηση της μικρής ήταν πώς μπορεί ν’ αναστηθεί κάποιος δυο φορές. Τα πράγματα είναι πιο εύκολα όταν πιστεύεις ολόψυχα σε κάτι ή όταν είσαι αγνωστικιστής με βούλα. Τι γίνεται όμως όταν ανήκεις στους άθεους που θα ήθελαν να υπάρχει Θεός, στην ενδιάμεση κατηγορία που νοσταλγεί την πίστη ως ένα είδος χαμένης αθωότητας και την αντιμετωπίζει ως αναγκαία τελετουργία σε εποχές χωρίς μεταβατικά περάσματα;
Οποιος προσπαθεί να λύσει τις απορίες των άλλων, μοιραία πέφτει πάνω στις δικές του απορίες ξανά, στα άλυτα αινίγματα. Παρηγοριά σ’ αυτό το ταξίδι στάθηκε το νέο βιβλίο του φιλοσόφου Ντάνιελ Μπένετ, «Religion as a natural phenomenon» (Η θρησκεία ως φυσικό φαινόμενο), από τις εκδόσεις Viking. Είναι ένα βιβλίο για όσους θέλουν να ελέγξουν το φαινόμενο της πίστης με τα εργαλεία των φυσικών επιστημών, όχι όμως και με τη συνακόλουθη περιφρόνηση. Ο Μπένετ ασχολείται με δυο ταμπού: το ένα είναι οι δυσάρεστες ή ενοχλητικές ερωτήσεις γύρω από τη θρησκεία. Το άλλο είναι η άποψη ότι η παθολογική περιέργεια μπορεί να αποδυναμώσει ακόμη και την πιο ακλόνητη πίστη.
Μια τέτοια προσέγγιση βοηθάει και τους πιστούς να θέσουν τις απορίες τους και τους οπαδούς της λογικής να ξεδιπλώσουν τη μεταφυσική τους αγωνία. Είναι, επίσης, ένα χρήσιμο μάθημα για τους γονείς που θέλουν να μεγαλώσουν τα παιδιά τους με λογική και ευαισθησία.
1 σχόλιο:
HI! Visit my blog http://fiammaveneta.blogspot.com
Have a nice day!
Δημοσίευση σχολίου